εθνογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνογένεση οι εθνογενέσεις
      γενική της εθνογένεσης* των εθνογενέσεων
    αιτιατική την εθνογένεση τις εθνογενέσεις
     κλητική εθνογένεση εθνογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνογένεση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εθνογένεση θηλυκό

  • η διαδικασία γένεσης και συγκρότησης ενός έθνους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]