εισπρακτορίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εισπρακτορίνα < εισπράκτορας + κατάληξη θηλυκού -ίνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εισπρακτορίνα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα εισπράκτορας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εισπρακτορίνα
|