εκλεκτικίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκλεκτικίστρια < εκλεκτικιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκλεκτικίστρια θηλυκό
- θηλυκό του εκλεκτικιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλεκτικίστρια
|