εκτελωνίστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτελωνίστρια < εκτελωνιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτελωνίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του εκτελωνιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτελωνίστρια
|
|