εκχέρσωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκχέρσωμα τα εκχερσώματα
      γενική του εκχερσώματος των εκχερσωμάτων
    αιτιατική το εκχέρσωμα τα εκχερσώματα
     κλητική εκχέρσωμα εκχερσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκχέρσωμα < εκχερσώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκχέρσωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκχερσώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]