ελμινθίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελμινθίαση | οι | ελμινθιάσεις |
γενική | της | ελμινθίασης* | των | ελμινθιάσεων |
αιτιατική | την | ελμινθίαση | τις | ελμινθιάσεις |
κλητική | ελμινθίαση | ελμινθιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελμινθιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελμινθίαση < αρχαία ελληνική ἕλμινς (ἕλμινθος) (= σκώληξ εντέρων)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελμινθίαση θηλυκό
- (ιατρική): είδος εντερικής νόσου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελμινθίαση