εντομοκτονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντομοκτονία θηλυκό
- η εξουδετέρωση εντόμων, η μείωση του πληθυσμού τους με εντομοκτόνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντομοκτονία
|