-κτονία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -κτονία | οι | -κτονίες |
γενική | της | -κτονίας | των | -κτονιών |
αιτιατική | τη(ν) | -κτονία | τις | -κτονίες |
κλητική | -κτονία | -κτονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -κτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κτονία[1] < αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ktoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -κτο‐νί‐α
Επίθημα
[επεξεργασία]-κτονία θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν το φόνο του προσώπου που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν θάνατο από κάποια αιτία
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ "-κτονία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κτονῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | -κτονίᾱ | αἱ | -κτονίαι | |
γενική | τῆς | -κτονίᾱς | τῶν | -κτονιῶν | |
δοτική | τῇ | -κτονίᾳ | ταῖς | -κτονίαις | |
αιτιατική | τὴν | -κτονίᾱν | τὰς | -κτονίᾱς | |
κλητική ὦ! | -κτονίᾱ | -κτονίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -κτονίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -κτονίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -κτονία < αρχαία ελληνική -κτόνος < κτείνω
Επίθημα
[επεξεργασία]-κτονία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν το φόνο του προσώπου που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που σημαίνουν θάνατο με κάποιο μέσο ή από κάποια αιτία
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κτονία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -κτονία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επιθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)