Μετάβαση στο περιεχόμενο

εξαϋλώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαϋλώνω < εξ + άυλος < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὕλη

εξαϋλώνω (παθητική φωνή: εξαϋλώνομαι)

  1. μετατρέπω κάτι σε άυλο, αφαιρώ την υλικότητα
  2. (φυσική) μετατρέπω την ύλη σε ενέργεια
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ, εξαφανίζω
  4. (μεταφορικά) εξιδανικεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]