εξωφρενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωφρενισμός < εξωφρενικός + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξωφρενισμός αρσενικό
- το να είναι ή να εμφανίζεται κάτι (καταστάσεις, κουβέντες κ.λπ.) εξωφρενικό