εξωφρενισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωφρενισμός < εξωφρενικός + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξωφρενισμός αρσενικό
- το να είναι ή να εμφανίζεται κάτι (καταστάσεις, κουβέντες κ.λπ.) εξωφρενικό