εξώπλατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξώπλατο | τα | εξώπλατα |
γενική | του | εξώπλατου | των | εξώπλατων |
αιτιατική | το | εξώπλατο | τα | εξώπλατα |
κλητική | εξώπλατο | εξώπλατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξώπλατο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξώπλατο ουδέτερο
- ρούχο που αφήνει να φαίνεται η πλάτη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξώπλατο
|