επ' ωφελεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επ' ωφελεία < (καθαρεύουσα) ἐπί, ὠφελείᾳ (δοτική ενικού του ὠφέλεια) → δείτε τις λέξεις επί και ωφέλεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
επ' ωφελεία
- (λόγιο, νομικός όρος) προς όφελος, επωφελής/επωφελώς, ωφέλιμος /ωφέλιμα
- ↪ Η ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι επ' ωφελεία όλων των πολιτών.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)