επαναδίπλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναδίπλωση | οι | επαναδιπλώσεις |
γενική | της | επαναδίπλωσης* | των | επαναδιπλώσεων |
αιτιατική | την | επαναδίπλωση | τις | επαναδιπλώσεις |
κλητική | επαναδίπλωση | επαναδιπλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναδιπλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναδίπλωση < επ- + αναδίπλωση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαναδίπλωση θηλυκό
- επανάληψη αναδίπλωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαναδίπλωση
|