επανιονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επανιονισμός αρσενικό
- (κοσμολογία της Μεγάλης Έκρηξης) η διαδικασία κατά την οποία ιονίστηκε εκ νέου η ύλη στο σύμπαν μετά από τις σκοτεινές εποχές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανιονισμός