επισταμένως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επισταμένως < καθαρεύουσα ἐπισταμένως[1] < ἐπιστάμενος < ἐπίσταμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.staˈme.nos/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐στα‐μέ‐νως
Επίρρημα[επεξεργασία]
επισταμένως
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επισταμένως
[επεξεργασία]
- ↑ «επισταμένως» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.