Μετάβαση στο περιεχόμενο

thoroughly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός thoroughly
συγκριτικός more thoroughly
υπερθετικός most thoroughly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
thoroughly < thorough + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

thoroughly (en)

  1. ενδελεχώς, επιμελώς, με προσοχή στη λεπτομέρεια, χωρίς να παραλειφθεί τίποτα
  2. τελείως, απολύτως, εντελώς
      I am thoroughly convinced that…
    Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι…
      He is thoroughly unreliable.
    Είναι εντελώς αναξιόπιστος.
      He is thoroughly incapable of…
    Είναι εντελώς ανίκανος να…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη completely