επιστάμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιστάμενος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιστάμενος η επιστάμενη
επισταμένη
το επιστάμενο
      γενική του επιστάμενου
επισταμένου
της επιστάμενης
επισταμένης
του επιστάμενου
επισταμένου
    αιτιατική τον επιστάμενο την επιστάμενη
επισταμένη
το επιστάμενο
     κλητική επιστάμενε επιστάμενη
επισταμένη
επιστάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιστάμενοι οι επιστάμενες τα επιστάμενα
      γενική των επιστάμενων
επισταμένων
των επιστάμενων
επισταμένων
των επιστάμενων
επισταμένων
    αιτιατική τους επιστάμενους
επισταμένους
τις επιστάμενες τα επιστάμενα
     κλητική επιστάμενοι επιστάμενες επιστάμενα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «περιλαμβανόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιστάμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστάμενος (που ξέρει, που είναι επιδέξιος)[1][2] μετοχή ενεστώτα του μεσοπαθητικού ρήματος ἐπίσταμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈsta.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐στά‐με‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

επιστάμενος αρσενικό (επιστάμενη, επισταμένη θηλυκό, επιστάμενο ουδέτερο, μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  • (λόγιο) που γίνεται πολύ προσεκτικά
    Μόνο μετά από επισταμένη μελέτη μπορούν να βγουν συμπεράσματα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επί, ιστάμενος και εφιστώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. επιστάμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επιστάμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)