ερμηνευτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερμηνευτική | ||
γενική | της | ερμηνευτικής | ||
αιτιατική | την | ερμηνευτική | ||
κλητική | ερμηνευτική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερμηνευτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ερμηνευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hermeneutics)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερμηνευτική θηλυκό στον ενικό
- η συστηματική και μεθοδική ερμηνεία (ιερών) κειμένων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμηνευτική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ερμηνευτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ερμηνευτικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)