ερυθροσταυρίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερυθροσταυρίτισσα < ερυθροσταυρίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερυθροσταυρίτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ερυθροσταυρίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθροσταυρίτισσα
|