ερυθροσταυρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερυθροσταυρίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερυθροσταυρίτης αρσενικό
- γιατρός που εργάζεται στον Ερυθρό Σταυρό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθροσταυρίτης
|