ευαγγελίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐαγγελίζομαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευαγγελίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐαγγελίζομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.vaŋ.ɟeˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐αγ‐γε‐λί‐ζο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

ευαγγελίζομαι, π.αόρ.: ευαγγελίσθηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]