ευαγγελικαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευαγγελικαλισμός < αγγλική evangelicalism < evangelical + -ism
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευαγγελικαλισμός αρσενικό
- Προτεσταντικό κίνημα βασισμένο στον ενεργό προσηλυτισμό και ανανεωμένη σημασία στη Βίβλο το αλάνθαστό της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευαγγελικαλισμός