ευρωκομουνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευρωκομουνιστής < ευρω- + κομουνιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευρωκομουνιστής αρσενικό
- (πολιτική) (παρωχημένο) αυτός που ασπάζεται τον ευρωκομουνισμό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευρωκομουνιστής
|