εχεφροσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εχεφροσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εχεφροσύνη θηλυκό
- η σύνεση, η φρονιμάδα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εχεφροσύνη
|