ζεμπεκιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζεμπεκιά | οι | ζεμπεκιές |
γενική | της | ζεμπεκιάς | των | ζεμπεκιών |
αιτιατική | τη | ζεμπεκιά | τις | ζεμπεκιές |
κλητική | ζεμπεκιά | ζεμπεκιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεμπεκιά < ζεϊμπεκιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεμπεκιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, χορός) άλλη μορφή του ζεϊμπεκιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεμπεκιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)