ζωοκλοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωοκλοπή < ζώο + κλοπή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωοκλοπή θηλυκό
- η κλοπή ζώων (κοπαδιών), σε ορεινές και απομονωμένες περιοχές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωοκλοπή
|