ημιόλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιόλιο τα ημιόλια
      γενική του ημιολίου
ημιόλιου
των ημιολίων
    αιτιατική το ημιόλιο τα ημιόλια
     κλητική ημιόλιο ημιόλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιόλιο < ἡμιόλιο < ἡμι- + ὅλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιόλιο ουδέτερο

  • η ονομασία της αναλογία 3:2 στη θεωρία της μουσικής, κυρίως όσον αφορά στο ρυθμικό σκέλος μιας μελωδίας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]