θεατράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεατράκι | τα | θεατράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | θεατράκι | τα | θεατράκια |
κλητική | θεατράκι | θεατράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεατράκι < θέατρο + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεατράκι ουδέτερο
- μικρών διαστάσεων θεατρικός χώρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεατράκι
|