ιεροδικείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιεροδικείο ουδέτερο
- το δικαστήριο που δικάζει με βάση το θρησκευτικό νόμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιεροδικείο
|