καβατζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβατζάρισμα < καβατζάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβατζάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) το προσπέρασμα ακρωτηρίου, η παράκαμψη κάβου
- συμπλήρωση ηλικίας, συνήθως δεκαετίας
- περιορισμένη αποθήκευση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβατζάρισμα
|