Μετάβαση στο περιεχόμενο

καθέλκω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθέλκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθέλκω. Συγχρονικά αναλύεται σε (κατά) καθ- + έλκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈθel.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθέλκω

καθέλκω, πρτ.: καθείλκα, αόρ.: καθείλξα, παθ.φωνή: καθέλκομαι, π.αόρ.: -

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθέλκω < (κατά) καθ- + ἕλκω

καθέλκω