καθόσον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθόσον < αρχαία ελληνική καθ' ὅσον < κατά + ὅσον < ὅσος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tant que
Προφορά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]καθόσον
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]καθόσον