καθόσον
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καθόσον < αρχαία ελληνική καθ' ὅσον < κατά + ὅσον < ὅσος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tant que
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]καθόσον
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]καθόσον