κακοκλεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
κακοκλεψία < κακο- + κλέψιμο + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
η κακοκλεψία (el) θηλυκό
- το να «κλέβει» άνδρας γυναίκα (συνήθως με σκοπό τον γάμο) χωρίς την συναίνεσή της (πχ. έθιμο Κιργιζίας) ή όταν είναι ανήλικη χωρίς την συναίνεση των γονέων της