καλλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλλιά, μορφή του κάλλια < αρχαία ελληνική κάλλιον στον πληθυντικό, ουδέτερο του καλλίων, υπερθετικός βαθμός του καλός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐λιά
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλλιά (ιδιωματικό)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλλιά
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
καλλιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επιρρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)