καλοήθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοήθεια οι καλοήθειες
      γενική της καλοήθειας των καλοηθειών
    αιτιατική την καλοήθεια τις καλοήθειες
     κλητική καλοήθεια καλοήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καλοήθεια < καλοήθης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καλοήθεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του καλοήθους, αυτού που δεν είναι επικίνδυνος για τη ζωή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]