καλοψυχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοψυχία < μεσαιωνική ελληνική καλοψυχία < καλόψυχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλοψυχία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοψυχία
|