καμαροφρυδούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμαροφρυδούσα | οι | καμαροφρυδούσες |
γενική | της | καμαροφρυδούσας | — | |
αιτιατική | την | καμαροφρυδούσα | τις | καμαροφρυδούσες |
κλητική | καμαροφρυδούσα | καμαροφρυδούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καμαροφρυδούσα < καμαροφρύδης + -ούσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καμαροφρυδούσα θηλυκό
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του καμαροφρύδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμαροφρυδούσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)