κανδαυλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανδαυλισμός οι κανδαυλισμοί
      γενική του κανδαυλισμού των κανδαυλισμών
    αιτιατική τον κανδαυλισμό τους κανδαυλισμούς
     κλητική κανδαυλισμέ κανδαυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανδαυλισμός < Κανδαύλης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανδαυλισμός αρσενικό

  • κανδαυλισμός ονομάζεται η σεξουαλική πράξη ή φαντασίωση της επίδειξης της συζύγου ή ερωμένης σε άλλους.

Ο όρος προέρχεται από την ιστορία του βασιλιά Κανδαύλη της Λυδίας που περιγράφει ο Ηρόδοτος και ο οποίος ζήτησε από τον υπηρέτη του Γύγη να κρυφοκοιτάξει τη σύζυγό του, για να τον πείσει για την ομορφιά της, ότι ήταν πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]