καρέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρέτα | οι | καρέτες |
γενική | της | καρέτας | των | καρετών |
αιτιατική | την | καρέτα | τις | καρέτες |
κλητική | καρέτα | καρέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρέτα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρέτα θηλυκό
- → δείτε Caretta caretta (είδος χελώνας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρέτα
|