καρδιογνώστρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδιογνώστρα οι καρδιογνώστρες
      γενική της καρδιογνώστρας
    αιτιατική την καρδιογνώστρα τις καρδιογνώστρες
     κλητική καρδιογνώστρα καρδιογνώστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρδιογνώστρα < καρδιογνώστης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρδιογνώστρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη καρδιογνώστης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]