καρεκλοκενταυρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρεκλοκενταυρισμός < καρεκλοκένταυρος + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρεκλοκενταυρισμός αρσενικό
- πάθος για διατήρηση της εξουσίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρεκλοκενταυρισμός
|