καρτερικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτερικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτερικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του καρτερικού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρτερικότητα