καρυδόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρυδόφυλλο | τα | καρυδόφυλλα |
γενική | του | καρυδόφυλλου & καρυδοφύλλου |
των | καρυδόφυλλων & καρυδοφύλλων |
αιτιατική | το | καρυδόφυλλο | τα | καρυδόφυλλα |
κλητική | καρυδόφυλλο | καρυδόφυλλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρυδόφυλλο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρυδόφυλλο
|