κατακαίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακαίω < αρχαία ελληνική κατακαίω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.taˈce.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐καί‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακαίω

  1. καίω κάτι τελείως
    ※  Ὁ Φαίδων ἀπεκρίθηκε, κομμάτι πειραγμένα· / - Ὅμως στὸν ἴσκιο ἔτρεξες προτήτερ' ἀπὸ μένα, / γιὰ ν' ἀποφύγῃς γρήγορα τοῦ ἥλιου σου τὴ χάρι... / Δὲν κατακαίει τὸ κορμὶ σὰν ἥλιος τὸ φεγγάρι! (Αχιλλέας Παράσχος (1838–1895), Το κεράκι)
  2. (μεταφορικά) για συναίσθημα: που ταλαιπωρεί
    η απόρριψη μου κατέκαψε τα σωθικά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]