κατοχρονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατοχρονίτης < εκατοχρονίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατοχρονίτης αρσενικό (θηλυκό: κατοχρονίτισσα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατοχρονίτης
|