κερατώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κερατώνω < μεσαιωνική ελληνική κερατώνω < κέρατον + -ώνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈto.no/
Ρήμα
[επεξεργασία]κερατώνω (παθητική φωνή: κερατώνομαι)
- (λαϊκότροπο) μοιχεύω, απατώ
- Ο φίλος μου ζήτησε διαζύγιο, όταν έμαθε ότι η γυναίκα του τον κεράτωνε.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κεράτωμα
- κερατωμένος
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κερατώνω | κεράτωνα | θα κερατώνω | να κερατώνω | κερατώνοντας | |
β' ενικ. | κερατώνεις | κεράτωνες | θα κερατώνεις | να κερατώνεις | κεράτωνε | |
γ' ενικ. | κερατώνει | κεράτωνε | θα κερατώνει | να κερατώνει | ||
α' πληθ. | κερατώνουμε | κερατώναμε | θα κερατώνουμε | να κερατώνουμε | ||
β' πληθ. | κερατώνετε | κερατώνατε | θα κερατώνετε | να κερατώνετε | κερατώνετε | |
γ' πληθ. | κερατώνουν(ε) | κεράτωναν κερατώναν(ε) |
θα κερατώνουν(ε) | να κερατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κεράτωσα | θα κερατώσω | να κερατώσω | κερατώσει | ||
β' ενικ. | κεράτωσες | θα κερατώσεις | να κερατώσεις | κεράτωσε | ||
γ' ενικ. | κεράτωσε | θα κερατώσει | να κερατώσει | |||
α' πληθ. | κερατώσαμε | θα κερατώσουμε | να κερατώσουμε | |||
β' πληθ. | κερατώσατε | θα κερατώσετε | να κερατώσετε | κερατώστε | ||
γ' πληθ. | κεράτωσαν κερατώσαν(ε) |
θα κερατώσουν(ε) | να κερατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κερατώσει | είχα κερατώσει | θα έχω κερατώσει | να έχω κερατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κερατώσει | είχες κερατώσει | θα έχεις κερατώσει | να έχεις κερατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κερατώσει | είχε κερατώσει | θα έχει κερατώσει | να έχει κερατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κερατώσει | είχαμε κερατώσει | θα έχουμε κερατώσει | να έχουμε κερατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κερατώσει | είχατε κερατώσει | θα έχετε κερατώσει | να έχετε κερατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κερατώσει | είχαν κερατώσει | θα έχουν κερατώσει | να έχουν κερατώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κερατώνω
|