κλιματοθεραπεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλιματοθεραπεία οι κλιματοθεραπείες
      γενική της κλιματοθεραπείας των κλιματοθεραπειών
    αιτιατική την κλιματοθεραπεία τις κλιματοθεραπείες
     κλητική κλιματοθεραπεία κλιματοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλιματοθεραπεία < κλίμα + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλιματοθεραπεία θηλυκό

  • (παρωχημένο) υποτιθέμενη θεραπευτική μέθοδος με χρήση κλιματικών συνθηκών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]