κλιματοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλιματοθεραπεία < κλίμα + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλιματοθεραπεία θηλυκό
- (παρωχημένο) υποτιθέμενη θεραπευτική μέθοδος με χρήση κλιματικών συνθηκών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλιματοθεραπεία
|