κλωθογύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλωθογύρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλωθογύρισμα ουδέτερο
- προσπάθεια υπεκφυγής
- μη μου τα στρίβεις, πες μου χωρίς κλωθογυρίσματα τι ακριβώς έχει συμβεί
- επίμονη σκέψη σχετικά με ένα θέμα
- τα κλωθογυρίσματα για την οικονομική μας κατάσταση δεν ωφελούν, χρειάζεται αποφασιστική δράση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλωθογύρισμα
|