Μετάβαση στο περιεχόμενο

κονιδιάρης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονιδιάρης οι κονιδιάρηδες
      γενική του κονιδιάρη των κονιδιάρηδων
    αιτιατική τον κονιδιάρη τους κονιδιάρηδες
     κλητική κονιδιάρη κονιδιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονιδιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κονιδιάρης. Μορφολογικά αναλύεται σε κόνιδα + -ιάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κονιδιάρης αρσενικό (θηλυκό: κονιδιάρα, ουδέτερο κωνιδιάρικο)

  • που είναι γεμάτος κόνιδα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Σε χρήση φέρεται και ως επίθετο.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονιδιάρης < κόνιδ(α) + -ιάρης

Επίθετο

[επεξεργασία]

κονιδιάρης (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στο ποντιακό ιδίωμα)

  • γεμάτος ψείρες, ψειριάρης
      14ος αιώνας, Διήγησις παιδιόφραστος τῶν τετραπόδων ζώων, ανωνύμου, στίχ. 462 (457-462), στο Wilhelm Wagner, (επιμ.), Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 141-178.
    ὅμως ἡ αἶγα προπετῶς ἀπέτεινε τοὺς λόγους
    „ἔπρεπέ σε τὸ πρόβατον νὰ μὴ μᾶς λοιδορήσῃς,
    ἐμὲν καὶ τὸν λωλότραγον, τὸν συνανάθροφόν µας,
    μᾶλλον δὲ καὶ ὡς σὺ ἡμᾶς νὰ ἔχης συντροφίαν.
    κ᾿ ἐμεῖς νὰ εἴπωμεν δαμὶν χοίρου τοῦ κοπροφάγου
    καὶ τοῦ πλατυνοῤῥούθουνου καὶ τοῦ κονιδιάρη.“

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]