κονιομεταλλουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κονιομεταλλουργία < κόνις + μεταλλουργία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κονιομεταλλουργία θηλυκό
- μεταλλουργία κόνεως: παραγωγή μεταλλικών, συμπαγών αντικείμενων με μορφοποίησή μεταλλικών κόνεων χωρίς τήξη τους
- ※ Η πρώτη ύλη της κονιομεταλλουργίας είναι μεταλλική σκόνη η οποία συμπιέζεται σε κατάλληλες μήτρες και στη συνέχεια θερμαίνεται χωρίς να λιώσει (Ν.Μ. Βαξεβανίδης, Εισαγωγή στη Μηχανουργική Τεχνολογία, ΑΣΠΑΙΤΕ / Τμήμα Εκπ. Μηχανολόγων Μηχανικών, σελ. 7-1 – 3η Έκδοση, 06/2015)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κονιομεταλλουργία